-
1 ἐρατός
ἐρατός, ή, όν, = ἐραστός, geliebt, ersehnt, lieblich, anmuthig, δῶρ' ἐρατὰ Ἀφροδίτης Il. 3, 64; ἔργ' ἐρατὰ ἀνϑρώπων Hes. Th. 879; φιλότης 970; φυήν τ' ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος 259; φάος Pind. Ol. 11, 78; παῖς 11, 103; ὠδίς 6, 43; ἐρατῶν στηϑέων Aesch. Spt. 864; μολπαὶ ἐραταί Eur. El. 718; ὕμνοι Ar. Th. 993; sp. D., ἐρατώτατον ἄνϑος Ep. ad. 29 (XII, 151).
См. также в других словарях:
ερατός — ἐρατός, ή, όν (Α) [έραμαι] αγαπητός, ποθητός, χαριτωμένος (α. «μή μοι δῶρ’ ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης», Ομ. Ιλ) β. «φυὴν τ’ ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek